ὑδροκηλικός

ὑδροκηλικός
ὑδρο-κηλικός, ή, όν,
A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.
II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροκηλικός — ή, ό / ὑδροκηλικός, ή, όν, ΝΜΑ [υδροκήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική αυτός που πάσχει από υδροκήλη μσν. αρχ. ο κατάλληλος για τη θεραπεία τής υδροκήλης …   Dictionary of Greek

  • υδροκηλικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην υδροκήλη (βλ. λ.): Υδροκηλικά φάρμακα. 2. αυτός που πάσχει από υδροκήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροκηλικῶν — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele fem gen pl ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροκηλικοῖς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροκηλικούς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροκηλικῷ — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”